H μυωπία είναι η πιο συχνή διαθλαστική ανωμαλία των οφθαλμών. Στο φυσιολογικό οφθαλμό το φως που εισέρχεται εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή (το φωτοευαίσθητο χιτώνα του οφθαλμού). Στη μυωπία, το φως εστιάζεται σε ένα σημείο πριν φτάσει στον αμφιβληστροειδή. Όσο πιο πολύ απέχει το σημείο αυτό από τον αμφιβληστροειδή, τόσο πιο μεγάλη είναι η μυωπία και τόσο πιο θολά βλέπουμε.

Η μυωπία οφείλεται στο ότι η διαθλαστική ισχύς του οφθαλμού είναι πολύ δυνατή σε σχέση με το μήκος του. Έτσι η μυωπία διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες, την διαθλαστική (όταν το μήκος του οφθαλμού είναι κανονικό αλλά η ισχύς του πολύ μεγάλη) και αξονική (όταν η ισχύς του οφθαλμού είναι κανονική αλλά το μήκος του πολύ μεγάλο). Στην πράξη η μυωπία κάποιου ατόμου είναι συνήθως συνδυασμός και των δύο παραπάνω κατηγοριών.

Οι λόγοι εμφάνισης και ανάπτυξης της μυωπίας είναι ποικίλοι. Ενοχοποιούνται και κληρονομικοί παράγοντες που έχουν σχέση με την ανάπτυξη των οφθαλμών και περιβαλλοντικοί, με τη μορφή της υπερβολικής κοντινής εργασίας. Ειδικά σήμερα λοιπόν, που το διάβασμα και η εργασία στον υπολογιστή είναι απαραίτητη καθημερινότητα, η σωστή θέση του σώματος και της κεφαλής και τα συχνά διαλείμματα για την αποφυγή της κοπιωπίας κρίνονται απαραίτητα.

Στις μεγάλες μυωπίες (συνήθως από 8 διοπτρίες και άνω) μπορεί να αποτελεί εκφυλιστική πάθηση του ματιού όπου υπάρχουν αυξημένοι κίνδυνοι εμφάνισης επιπλοκών. Γι’ αυτό το λόγο, τα άτομα με μεγάλη μυωπία πρέπει να υποβάλλονται τακτικά σε βυθοσκόπηση, εξέταση δηλαδή του βυθού του οφθαλμού.

Η όραση στη μυωπία διορθώνεται με τη χρήση γυαλιών, φακών επαφής ή στις ηλικίες άνω των 21 ετών και με την προϋπόθεση ότι δεν αυξάνεται, αλλά και δεν συνυπάρχουν άλλες οφθαλμικές παθήσεις ή αντενδείξεις, χειρουργικά με τη χρήση ειδικού laser ή σπανιότερα σε πολύ υψηλές μυωπίες με τοποθέτηση ειδικού ενδοφακού.