Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μεταβολική ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Όταν το σάκχαρο στο αίμα αυξάνει, τότε το πάγκρεας παράγει περισσότερη ινσουλίνη, η οποία βοηθάει στην καλύτερη χρησιμοποίηση (καύση) του σακχάρου από τα κύτταρα, έτσι ώστε αυτό να παραμένει πάντα κάτω από το 1,10 (mgr%) και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη γύρω στα 6 ( mgr% ).

Διαβητικός είναι ο άνθρωπος του οποίου το σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα, υπερβαίνει σταθερά το 1,10 όταν είναι νηστικός ( τουλάχιστον 2 1/2 ώρες μετά από κανονικό γεύμα).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το 2006 οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως ξεπερνούσαν τα 170 εκατομμύρια, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2030. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα το 5.9% του γενικού πληθυσμού πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη. Είναι η συχνότερη αιτία τύφλωσης σε άτομα άνω των 40.

Ο διαβήτης είναι μια νόσος του αναπτυγμένου κόσμου με μέσο όρο ηλικίας ασθενών τα 45-65 έτη, δηλαδή μια νόσος που προσβάλει άκρως παραγωγικές ηλικίες. Ο διαβήτης μπορεί να ξεκινήσει στην παιδική ηλικία, αλλά πιο συχνά αρχίζει αργότερα στη ζωή. Υπάρχουν δυο διαφορετικοί τύποι διαβήτη:

Ο διαβήτης τύπου 1, ( ινσουλινο-εξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης ή νεανικός). Εμφανίζεται συχνότερα πριν την ηλικία των 30 χρόνων και οφείλεται στο ότι ο οργανισμός παράγει ελάχιστη έως και καθόλου ινσουλίνη. Ο τύπος 1 ελέγχεται με ενέσεις ινσουλίνης.

Ο διαβήτης τύπου 2, ( μη ινσουλινο-εξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης ή των ενηλίκων). Εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. Σε αυτόν τον τύπο διαβήτη ο οργανισμός παράγει κάποια ποσότητα ινσουλίνης, όμως είτε αυτή η ποσότητα δεν είναι αρκετή ή ο οργανισμός δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει καλά. Αυτός ο τύπος διαβήτη στις περισσότερες περιπτώσεις ελέγχεται με δίαιτα ή και χάπια, αν και μερικά άτομα σε αυτήν την κατηγορία χρειάζεται να κάνουν ενέσεις ινσουλίνης.

Όταν το σάκχαρο στο αίμα είναι σταθερά πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα, τότε προκαλούνται διαταραχές στο μεταβολισμό του οργανισμού.

Ο σακχαρώδης διαβήτης έχει χρόνια πορεία και μπορεί να προκαλέσει μία σειρά σοβαρών επιπλοκών στους ενήλικες, αλλά και στα παιδιά. Επιταχύνεται η σκλήρυνση στις αρτηρίες του σώματος, δημιουργούνται θρομβώσεις και προκαλούνται εγκεφαλικά επεισόδια και ισχαιμικά επεισόδια στα άκρα (χέρια και πόδια).

Όταν προσβληθούν και οι πολύ μικρές αρτηρίες (μικροαγγειοπάθεια), τότε έχουμε βλάβες στον εγκέφαλο, το μυοκάρδιο, τα νεφρά, τα περιφερικά νεύρα και τα μάτια.

Τι μπορεί να προκαλέσει ο σακχαρώδης διαβήτης στα μάτια;

Οι ασθενείς με διαβήτη έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα στα μάτια, όπως:

Ερεθισμούς και φλεγμονές των βλεφάρων (βλεφαρίτιδες, κριθαράκια, χαλάζια).

Παραλύσεις των οφθαλμοκινητικών μυών, με αποτέλεσμα παραλυτικό στραβισμό και διπλωπία, παροδικού συνήθως χαρακτήρα.

Παροδικές αλλαγές στη διαθλαστική κατάσταση του οφθαλμού, δηλ. στη μυωπία-υπερμετρωπία-πρεσβυωπία, λόγω μεταβολών της πυκνότητας του φακού στις αυξομειώσεις του σακχάρου.

Γλαύκωμα (νεοαγγειακό).

Πρώιμο καταρράκτη.

Αποφράξεις φλεβών και αρτηριών του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα την μείωση ή ακόμα και την απώλεια της οράσεως.

Όμως, η κύρια απειλή της όρασης από το διαβήτη είναι η προσβολή του αμφιβληστροειδούς. Η πάθηση αυτή είναι γνωστή ως διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και εμφανίζεται στην πλειοψηφία των ασθενών μετά από 10-15 περίπου χρόνια της νόσου. Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αποτελεί τη συχνότερη αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης στις ηλικίες μεταξύ 20-74 ετών.

Τι είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (Δ.Α) ;

Στη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, εμφανίζονται βλάβες του τοιχώματος των μικρών αγγείων του αμφιβληστροειδή (μικροαγγειοπάθεια), με αποτέλεσμα τη δημιουργία, σε αρχικά και ενδιάμεσα στάδια, μικροανευρυσμάτων, οιδημάτων, αιμορραγιών και εξιδρωμάτων από τη διαρροή των αγγείων.

Εάν η πάθηση δεν αντιμετωπισθεί, εξελίσσεται σε σοβαρότερες μορφές που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη εύθραυστων νεοαγγείων που «σπάζουν» και δημιουργούν εκτεταμένες αιμορραγίες.

Οι βλάβες που εμφανίζονται στα αγγεία, δεν είναι απαραίτητο να εντοπίζονται στο κέντρο της ωχράς κηλίδας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η όραση μπορεί να μην επηρεάζεται άμεσα, ωστόσο οι βλάβες μπορεί να υπάρχουν και να εξελίσσονται.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια εμφανίζεται σε όλους τους τύπους σακχαρώδη διαβήτη, αλλά είναι συχνότερη στα άτομα με διαβήτη τύπου 1 από ότι στα άτομα με διαβήτη τύπου 2. Η νόσος περνά από διάφορα στάδια, ανάλογα με το βαθμό προσβολής των αγγείων.

Υπάρχουν δύο μορφές :

Η Μη Παραγωγική Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια (Μ.Π.Δ.Α). Είναι η λιγότερο σοβαρή μορφή. Χαρακτηρίζεται από μικροανευρύσματα, οιδήματα, αιμορραγίες και εξιδρώματα στα αγγεία του αμφιβληστροειδή. Όταν τα στοιχεία αυτά προσβάλλουν και την ωχρά κηλίδα (διαβητική ωχροπάθεια), τότε μπορεί να έχουμε σοβαρή μείωση της όρασης ή ακόμα και μόνιμη καταστροφή της ωχράς κηλίδας.

Η Παραγωγική Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια (Π.Δ.Α). Αν η Μ.Π.Δ.Α. δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, τότε μπορεί να περάσει στο επόμενο στάδιο, το παραγωγικό. Αποτελεί το πιο προχωρημένο και σοβαρό στάδιο της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Χαρακτηρίζεται από την δημιουργία παθολογικών αγγείων (νεοαγγείων) στον αμφιβληστροειδή και/ή στον οπτικό δίσκο, ως αντιστάθμισμα στην εκτεταμένη αμφιβληστροειδική ισχαιμία που προήλθε από την απόφραξη και την καταστροφή των φυσιολογικών αγγείων.

Τα νεοαγγεία σπάνε εύκολα και δημιουργούν μικρές ή μεγάλες αιμορραγίες. Το τελικό στάδιο της παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας περιλαμβάνει αιμορραγίες στο υαλώδες, ουλοποίηση, αποκόλληση, νεοαγγειακό γλαύκωμα και απώλεια της όρασης.

Συμπτώματα

Η Δ.Α. είναι από τις πλέον ύπουλες ασθένειες. Ακόμη και όταν συμβαίνουν σοβαρές αλλαγές στο μάτι, ο ασθενής μπορεί να μην έχει συμπτώματα και να μην αντιλαμβάνεται την βαρύτητα της κατάστασης. Η όραση μπορεί να μην μεταβληθεί μέχρι που η Δ.Α. να εξελιχθεί σε πιο προχωρημένα στάδια.

Συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα στην αμφιβληστροειδοπάθεια του υποστρώματος, παρόλο που μπορεί να παρατηρηθεί σταδιακή θολερότητα της όρασης, εάν συνυπάρχει οίδημα της ωχράς κηλίδας. Ωστόσο, είναι πιθανό να μην παρατηρήσει ποτέ ο ασθενής αλλαγές στην όρασή του.

Πολλές φορές οι διαβητικοί παρατηρούν παροδικά θαμπώματα, λόγω αυξομειώσεως του σακχάρου.

Όταν συμβεί αιμορραγία, η όραση μπορεί να γίνει θολερή, να γεμίσει με θολά σημεία ή ακόμα και να χαθεί εντελώς.

Παράγοντες που επιβαρύνουν την πρόγνωση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας

Η διάρκεια του διαβήτη. Όσο μακρύτερο είναι το διάστημα που πάσχει από διαβήτη ο ασθενής, τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος ανάπτυξης διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Περίπου 80% των ασθενών που είχαν διαβήτη επί 15 χρόνια τουλάχιστον πάσχουν από κάποιου βαθμού αγγειακή βλάβη στον αμφιβληστροειδή.

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 (νεανικός διαβήτης) είναι πιο πιθανοί υποψήφιοι για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια σε μικρότερη ηλικία. Όλοι οι ασθενείς με ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη μετά από 15 χρόνια θα εμφανίσουν διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Και σε αυτούς όμως αυτό συμβαίνει συνήθως μετά την εφηβεία.

Η εγκυμοσύνη, η υπέρταση, η κακή ρύθμιση του σακχάρου, η υπερχοληστεριναιμία, οι νεφροπάθειες, οι αναιμίες, και τέλος, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να χειροτερέψουν τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.

Μπορούμε να προλάβουμε την εμφάνιση της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας;

Όχι, ιδίως όταν ο διαβήτης υπάρχει για πολλά χρόνια. Μπορούμε όμως να την επιβραδύνουμε και να μειώσουμε σημαντικά τις επιπλοκές της, τηρώντας τους παρακάτω κανόνες:

  • Σχολαστική ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.
  • Τακτικός έλεγχος των ματιών από τον οφθαλμίατρο, όπως αυτός έχει ορίσει.
  • Άμεση προσφυγή στον οφθαλμίατρο σε κάθε μεταβολή ή διαταραχή στην όραση.
  • Καλή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερίνης.
  • Αποφυγή καπνίσματος και κατανάλωσης αλκοόλ.

Τι περιλαμβάνει η οφθαλμολογική εξέταση ;

Ο διαβητικός πρέπει να υποβάλλεται τακτικά σε οφθαλμολογική εξέταση ακόμη και όταν δεν έχει συμπτώματα. Κατά την οφθαλμολογική εξέταση θα πρέπει αρχικά να εκτιμηθεί η όραση σε κάθε οφθαλμό. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια σταγόνων που μεγαλώνουν το μέγεθος της κόρης του ματιού, θα πρέπει να γίνει έλεγχος του αμφιβληστροειδή. Συγκεκριμένα θα πρέπει να ελεγχθεί με λεπτομέρεια τόσο η περιοχή της ωχράς κηλίδας, όσο και οι υπόλοιπες περιοχές του αμφιβληστροειδή για τυχόν ύπαρξη βλαβών που σχετίζονται με το διαβήτη. Η εξέταση αυτή ονομάζεται βυθοσκόπηση.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητη και η χρήση ειδικών εξετάσεων, ιδίως εάν εντοπισθούν βλάβες για τις οποίες θα χρειασθεί ειδική θεραπεία.

Διαγνωστικές Εξετάσεις

Εάν εντοπιστούν ίχνη διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, μπορεί να ληφθούν έγχρωμες φωτογραφίες του αμφιβληστροειδή ή να γίνει μία ειδική εξέταση που λέγεται φλουοροαγγειογραφία, για να διαπιστωθεί εάν είναι απαραίτητη θεραπεία. Κατά την αγγειογραφία με φλουορεσκεΐνη (φλουοροαγγειογραφία), χορηγείται στον ασθενή χρωστική ουσία με τη μορφή ένεσης στο χέρι και λαμβάνονται ειδικές φωτογραφίες του βυθού του ματιού.

Η οπτική τομογραφία συνοχής- OCT (Optical Coherence Tomography) είναι νεώτερη εξέταση που χρησιμοποιείται στη διάγνωση της διαβητικής ωχροπάθειας, που αποτελεί το σημαντικότερο αίτιο μείωσης της όρασης στους διαβητικούς.

Εάν τα οπτικά μέσα του οφθαλμού δεν είναι διαυγή (καταρράκτης, αιμορραγία υαλοειδούς κτλ.), μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η β-υπερηχογραφία για λήψη διαγνωστικών πληροφοριών.

Κάθε πότε πρέπει να γίνεται οφθαλμολογική εξέταση;

Πλήρης οφθαλμολογική εξέταση πρέπει να γίνεται κατά την αρχική διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη. Οι επανεξετάσεις μπορεί να γίνονται ανά έτος εφόσον δεν υπάρχει διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Εάν διαγνωστεί διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, θα πρέπει ο ασθενής να εξετάζεται πολύ συχνότερα, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και ποτέ αργότερα του 6μήνου. Ίσως απαιτούνται και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις πλην της βυθοσκόπησης.

Πώς γίνεται η θεραπεία;

Εάν κατά τον έλεγχο του αμφιβληστροειδή, διαπιστωθούν αλλοιώσεις των αγγείων που απαιτούν θεραπεία, στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζεται ειδικό laser. (Παναμφιβληστροειδική φωτοπηξία ή εστιακό laser).

Η θεραπεία με laser, έχει ως στόχο κυρίως να σταθεροποιήσει, αλλά συχνά και να βελτιώσει την όραση και αποτρέπει την τύφλωση σε ποσοστό 80-90%.

Σε επιλεγμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρειασθεί διενέργεια εγχύσεων (ενέσεων) εντός του ματιού, ειδικών αντιφλεγμονωδών ή αντιαγγειογενετικών (anti-VEGF) φαρμάκων.

Σε διαβητικούς ασθενείς όπου δεν έγινε ή καθυστέρησε να γίνει ειδική θεραπεία ή σε περιπτώσεις μη καλής ρύθμισης του σακχάρου, μπορεί να προκληθούν βλάβες (όπως αποκόλληση αμφιβληστροειδούς) για τις οποίες θα χρειασθεί χειρουργική επέμβαση, η οποία ονομάζεται υαλοϋδεκτομή. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης μπορεί να διενεργηθεί συμπληρωματικά laser, ενώ σε ορισμένους ασθενείς γίνεται ένθεση στον οφθαλμό, ειδικών αερίων ή σιλικόνης.

Επίσης, ο διαβητικός ασθενής θα πρέπει να ρυθμίζει, εκτός από το σάκχαρο, την υπέρταση του, την υπερλιπιδαιμία (χοληστερίνη και τριγλυκερίδια), αν υπάρχει, και να περιορίζει το κάπνισμα και το αλκοόλ.

Συμπέρασμα

Η πορεία και η εξέλιξη των διαβητικών βλαβών εξαρτώνται κατά μεγάλο μέρος από την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση. Ο διαβητικός ασθενής θα πρέπει να ελέγχεται συχνά από τον οφθαλμίατρό του, αφού μόνο έτσι μπορεί να προβλεφθούν οι αλλαγές στα μάτια του και να θεραπευθούν έγκαιρα, όταν χρειαστεί.